- πανάγριος
- πανάγριοςquite wildmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανάγριος — πανάγριος, ον (Α) πάρα πολύ άγριος, αγριότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄγριος] … Dictionary of Greek
πανάγριον — πανάγριος quite wild masc/fem acc sg πανάγριος quite wild neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγρια — πανάγριος quite wild neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)